- τυρεμπόριο
- τοτο χοντρικό εμπόριο του τυριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυρεμπόριο — το, Ν [τυρέμπορος] εμπόριο τυριού … Dictionary of Greek